ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΛΑΜΙΑΣ

"Αλέκος Κοντόπουλος"

Αλέκος Κοντόπουλος

Δ.Π.Λ.

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΛΑΜΙΑΣ

 «ΑΛΕΚΟΣ ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ»

  O Αλέκος Κοντόπουλος γεννήθηκε στη Λαμία το 1904 και πέθανε στην Αθήνα το 1975. Αρχίζει να ζωγραφίζει από τα μαθητικά του χρόνια και όταν τελειώνει το γυμνάσιο,  το 1921, σπουδάζει αγιογραφία για δύο χρόνια  στο εργαστήρι του Γ. Σαραφιανού, πατέρα του γνωστού ζωγράφου Πάνου Σαραφιανού. Εργάζεται ως βοηθός του σε εκκλησίες της περιοχής και οργανώνει την πρώτη του ατομική έκθεση σε καφενείο της Λαμίας. Το 1923 έρχεται στην Αθήνα και ύστερα από εξετάσεις γίνεται δεκτός στο τρίτο έτος της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, όπου έχει καθηγητές του τους Γεώργιο Ιακωβίδη, Νικόλαο Λύτρα και Δημήτριο Γερανιώτη. Την περίοδο αυτή θεωρείται από τους δασκάλους του ως «η μεγαλύτερη ελπίδα της ρεαλιστικής ζωγραφικής» στη χώρα του.    Τον Ιούνιο του 1930 και έως το 1933, ,  φεύγει στο Παρίσι, με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών, για μεταπτυχιακές σπουδές στις Ακαδημίες Κολαρόσι και Γκραν Σωμιέρ και μελετά τους μεγάλους ζωγράφους της Αναγέννησης στο Μουσείο του Λούβρου και τη Φλαμανδική τέχνη σε ταξίδι του στο Βέλγιο, κάνοντας παράλληλα αντίγραφα των έργων τέχνης. Τη χρονιά αυτή, παντρεύεται την Μαρσέλ-Ραχήλ Μπουσσάρ και επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου οργανώνει την πρώτη ατομική του έκθεση στην Αθήνα, στο ξενοδοχείο «Ερμής». Τότε συμμετέχει και στην ‘Εκθεση του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών στο Ζάππειο, ένα είδος πανελλήνιας έκθεσης και το 1934 γίνεται ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες» και παίρνει μέρος στις τρεις  εκθέσεις που οργανώνει η καλλιτεχνική ομάδα έως το 1938.

Από το 1936 ξαναγυρίζει στο Παρίσι, παρακολουθεί μαθήματα στην Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών και μελετά στα Μουσεία  το έργο μεγάλων Γάλλων ζωγράφων, κυρίως Εμπρεσσιονιστών, όπως του Σεζάν, Ρενουάρ, Μπρακ, καθώς και  Βαν Γκογκ και Μπονάρ.  Με την κήρυξη του πολέμου επιστρέφει στην Ελλάδα και στρατεύεται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Το 1941 διορίζεται μουσειακός καλλιτέχνης στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου θα εργαστεί πολλά χρόνια.  Στη διάρκεια  της Κατοχής δε μένει αμέτοχος μπροστά στη συμφορά που μαστίζει τον τόπο του και συμμετέχει στην Εθνική Αντίσταση, αγωνιζόμενος μέσα από την τέχνη του. Επεξεργάζεται μια σειρά σχεδίων που απεικονίζουν την οδύνη, τη δυστυχία και  την πείνα στα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής. Άλλα σχέδια με τίτλο  «Αντίσταση στην πόλη των Αθηνών», δυστυχώς χάθηκαν στα Δεκεμβριανά. Το 1944 γίνεται μέλος της επιτροπής για την οργάνωση του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου, του οποίου θα διατελέσει και αντιπρόεδρος τα χρόνια 1948-1949. Κάτω από την επίδραση της αφηρημένης τέχνης που ακμάζει στην Ευρώπη ιδρύει το 1949 με άλλους καλλιτέχνες την καλλιτεχνική ομάδα με την επωνυμία «Οι Ακραίοι» και ως θεωρητικός της ομάδας εκδίδει μανιφέστο στο περιοδικό «ο Αιώνας μας» το Νοέμβριο του 1949. Στο μανιφέστο εκφράζεται η διάθεση της καλλιτεχνικής ομάδας να ενισχύσει και να διαδώσει την «πνευματική νεότητα της παγκόσμιας σύγχρονης αυθεντικής τέχνης, δίχως επιφυλάξεις και δίχως υποκρισίες». Την περίοδο αυτή συγγράφει και εκδίδει αισθητικά δοκίμια για τη σύγχρονη τέχνη, στα οποία υπερασπίζεται και τεκμηριώνει την ελευθερία και την αυτοτέλεια του καλλιτέχνη και των εκφραστικών του μέσων. Το 1950, για τρίτη φορά μεταβαίνει στο Παρίσι ,όπου παραμένει για εννέα μήνες, γιατί αισθάνεται την ανάγκη να δει από κοντά τους νεωτερισμούς του Παρισιού και το θρίαμβο της αφαίρεσης στην τέχνη. Το Παρίσι λοιπόν, είναι το καλλιτεχνικό κέντρο που τροφοδοτεί επί μία εικοσαετία τις ανάγκες εικαστικής ανανέωσης του Αλέκου Κοντόπουλου και αποτελεί πηγή έμπνευσης και διέγερσης της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Το Μάιο του 1951, μία ιστορικής σημασίας έκθεση, γίνεται στην έπαυλη του φίλου του, Κ. Γεωργικόπουλου, καθηγητή του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου. Πρόκειται για την πρώτη έκθεση αφηρημένης ζωγραφικής στην Ελλάδα , η οποία αποτέλεσε «μία εμπράγματη επαλήθευση των αρχών της διακήρυξής του». Η εκδήλωση επιδοκιμάστηκε από το σύνολο των κριτικών του Αθηναϊκού τύπου.

   Με τον Αλέκο Κοντόπουλο εισάγεται η Αφηρημένη Τέχνη στην Ελλάδα και επηρεάζονται αποφασιστικά όλες οι μεταπολεμικές γενιές εικαστικών καλλιτεχνών στην Ελλάδα. Συμμετέχει σε τρεις Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1953-55, μαζί με καλλιτέχνες, όπως οι Σώχος, Τόμπρος, Λαμέρας, Κουλεντιανός, Εγγονόπουλος, Μαυροειδής κ.ά όπου και βραβεύεται με το Αργυρό Μετάλλιο Τιμής από την Επιτροπή της Έκθεσης. Ήταν ο μόνος Έλληνας καλλιτέχνης που βραβεύτηκε στη διοργάνωση αυτή. Στη συνέχεια το 1955 εκλέγεται μαζί με τους Γιώργο Μπουζιάνη και Γιάννη Τσαρούχη από το ελληνικό τμήμα της Ένωσης Κριτικών και της Διεθνούς Ένωσης Πλαστικών Τεχνών, για συμμετοχή στο διεθνές βραβείο Γκουγκενχάιμ. Σταθμός στην πορεία του θα είναι το 1960, η επιλογή του με άλλους καλλιτέχνες για την Μπιενάλε της Βενετίας ,όπου και πάλι είχε εξαιρετική επιτυχία. Την ίδια χρονιά φιλοτεχνεί τη μεγάλη τοιχογραφία στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο με θέμα τη δράση των αρχαίων τεχνιτών στον Κεραμεικό και κυρίαρχες τις μορφές της Αθηνάς  Εργάνης και της Νίκης που στεφανώνει νεαρό καλλιτέχνη στη σύνθεση. Η επαγγελματική του απασχόληση ως μουσειακού καλλιτέχνη –ζωγράφου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο του έδωσε τη δυνατότητα να μελετήσει τα χαρακτηριστικά, την αισθητική ακόμη και την τεχνική των διαφόρων μορφών της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Σχεδίασε πάνω από 500 αντίγραφα αρχαίων αγγείων, μεταλλικών αντικειμένων, γλυπτών και ζωγραφικών έργων, καθώς και αναπαραστάσεις – συμπληρώσεις  ευρημάτων ανασκαφών. Μεγάλος αριθμός σχεδίων του δημοσιεύτηκε στο CORPUS VASORUM της UNESCO το 1995. Ο Αλέκος Κοντόπουλος υπήρξε πνευματικός ταγός, άνθρωπος με ήθος, δημοκρατική συνέπεια και έντονη συμμετοχή στα κοινά και τους αγώνες του λαού μας. Στην περίοδο της δικτατορίας, του απονεμήθηκε το πρώτο κρατικό βραβείο ζωγραφικής που συνοδευόταν από χρηματικό έπαθλο ενός εκατομμυρίου δραχμών, το οποίο όχι μόνο αρνήθηκε «για λόγους προσωπικών αρχών» αλλά και κατήγγειλε τη «νοθεία της πνευματικής ζωής στην Ελλάδα». Από το 1964 έως το θάνατό του το 1975, ζει στην Αγία Παρασκευή και το σπίτι του παραχωρείται μετά από επιθυμία δική του και της συζύγου του, στο Δήμο Αγίας Παρασκευής, όπου και στεγάζεται σήμερα η Δημοτική Βιβλιοθήκη και το Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου. 

  Εύστοχα έχει χαρακτηριστεί «ποιητής ζωγράφος» και «ζωγράφος του νέου Ουμανισμού». Δημιουργός και στοχαστής αποβλέπει πάντα να δώσει το εσωτερικό περιεχόμενο των θεμάτων του, με έμφαση στις καθαρά ζωγραφικές αξίες, να εκφράσει τις καθαρά προσωπικές του απαντήσεις στα εξωτερικά ερεθίσματα και τα προβλήματα της Τέχνης και της ζωής. Καλλιτέχνης της γενιάς του ΄30 συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους της αφαίρεσης στην Ελλάδα. Ξεκινά από τον ακαδημαϊσμό που διδάχτηκε στη Σχολή, περνά στο ρεαλιστικό εξπρεσιονισμό μετά τη μαθητεία του στο Παρίσι και βαθμιαία, μέσα από αργές διαδικασίες ωρίμανσης οδηγείται, στις αρχές της δεκαετίας του ΄50, στην παραστατική αφαίρεση, αφού διαπιστώνει ότι «ο εξπρεσιονιστικός αφαιρετισμός … δεν ανανέωσε κατά βάθος το αίτημα του καιρού μας».  Αυτό το στάδιο θα κρατήσει έως το 1959 περίπου, οπότε προσανατολίζεται στην πλήρη ανεικονικότητα της γραφής του ,χωρίς ποτέ να πάψει να καταβυθίζεται βαθιά εντός του ανασύροντας στην επιφάνεια  μορφές  που σηματοδοτούν την καλλιτεχνική του ευαισθησία και ειλικρίνεια και συγκροτούν μία  ολοκληρωμένη πνευματική παραγωγή.

Όπως έγραψε ο Louis Frederic στη μονογραφία του για τον Αλέκο Κοντόπουλο:   «Δεν πρόκειται να συγκρίνουμε το έργο του Αλέκου Κοντόπουλου με αυτό ενός άλλου ζωγράφου. Ο Κοντόπουλος πήρε μία ιδιαίτερη θέση στη Μοντέρνα Ελληνική τέχνη, μία θέση που δεν έχει καλυφθεί από τον καιρό εκείνο του άλλου μεγαλοφυή Έλληνα, του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.»